Τα Super Puma ειναι τα πιο νέα ελικόπτερα της Ελλάδας σε θέμα έρευνας και διάσωσης.Είναι μια συμπαραγωγή της EUROCOPTER GROUP-AEROSPATIALE και DASA.
Στην Ελλάδα εκτελεί και σημαντικό κοινωνικό έργο, καθώς χρησιμοποιείται για αεροδιακομιδές, αποστολές έρευνας και διάσωσης.
Super Puma
Τα ελικόπτερα S.A.R. αποτελούν ιδιοκτησία του Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας για λογαριασμό του Λιμενικού Σώματος, ενώ η συμμετοχή της Πολεμικής Αεροπορίας αναφέρεται στην τεχνική υποστήριξή τους, όπως και στην επάνδρωση αυτών. Ακόμα 2 ελικόπτερα είναι στην ιδιοκτησία του πυροσβεστικού Σώματος όπου χρησιμοποιούνται από την ΕΜΑΚ. Η έκδοση AS-332C-1, η οποία το καλοκαίρι του 1998 επελέγη ως το νέο ελικόπτερο SAR, στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού για λογαριασμό του ελληνικού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αναφέρεται στη μικρότερη από πλευράς διαστάσεων έκδοση Super Puma, που βρίσκεται σήμερα σε παραγωγή. Οι εξωτερικές διαστάσεις θα λέγαμε ότι αποτελούν τον πρώτο και μοναδικό τομέα, στον οποίο το Huey (με το οποίο το συγκρίνουμε, μιας και είναι το ελικόπτερο που σήμερα χρησιμοποιείται ― από την 358 ΜΕΔ― για αποστολές SAR) σχετίζεται με το Super Puma. Το τελευταίο φέρει ολικό μήκος 18,7 μ. και διάμετρο κύριου στροφείου 15,6 μ. Το στροφείο αυτό αποτελείται από 4 πτερύγια κατασκευασμένα από υαλονήματα και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελικόπτερα δυτικής σχεδίασης περιστρέφεται δεξιόστροφα. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του που ξεχωρίζουν είναι η ικανότητα χειροκίνητης αναδίπλωσης των πτερυγίων του, γεγονός που συντελεί στη μείωση του ολικού μήκους κατά 3,2 μ. Αντίστοιχα, η μέγιστη τιμή ύψους, που φτάνει τα 4,94 μ. και πλάτους, που φτάνει στα 3,76 μ., καταδεικνύουν μια εξαιρετικά συμπαγή σχεδίαση, με μεγάλες όμως δυνατότητες προσαρμογής σε διαφορετικές απαιτήσεις επιχειρησιακών αποστολών.
Στα μηχανικά τώρα μέρη στην θέση των μηχανών υπάρχουν δύο Turbomeca Makila 1A1. Καθένας από αυτούς διαθέτει μέγιστη δύναμη 1.877 ίππων, ενώ η μέγιστη συνεχόμενη ισχύς φτάνει τους 1.588 ίππους. Το βασικό βάρος του AS-332C-1 υπολογίζεται σε 4.365 κιλά, με το βασικό εξοπλισμένο βάρος της ελληνικής έκδοσης να φτάνει τα 5.415 κιλά, και το ωφέλιμο φορτίο του Super Puma, το οποίο φτάνει τα 4.235 κιλά.
Με μια μέση κατανάλωση (και από τους 2 Makila) 858 λιβρών/ώρα, στο μέγιστο βάρος απογείωσης του ελικοπτέρου που φτάνει τους 8,6 τόνους και πετώντας με ταχύτητα 130 χλμ./ώρα., η αυτονομία που παρέχουν τα AS-332C-1 μεταφράζεται σε 3,16 ώρες πτήσης, μόνο με το βασικό καύσιμο. Με τις ίδιες παραμέτρους, αλλά με οικονομική ταχύτητα 252 χλμ./ώρα., η εμβέλεια του ελικοπτέρου φτάνει τα 609 χλμ. (329 ν.μ.). Μάλιστα, στα κριτήρια που είχαν τεθεί για την επιλογή του νέου ελικοπτέρου SAR, περιλαμβανόταν και η απαίτηση για πτήση σε απόσταση 180 ν.μ. Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί ότι το συνολικά μεταφερόμενο καύσιμο στα ελληνικά ελικόπτερα φτάνει τις 3.842 λίβρες, διανεμημένο σε 5 διαμερίσματα κάτω από το δάπεδο του θαλάμου επιβατών/φόρτου (σύνολο 1.555 λίτρα) και από ένα (τυπικά προαιρετικό) διαμέρισμα στο άνω τμήμα κάθε πλευρικού θύλακα προσγείωσης (με χωρητικότητα 325 λίτρα έκαστο), ο οποίος μεταξύ άλλων φιλοξενεί και από ένα κύριο σκέλος του συστήματος. Το ελληνικό Super Puma εχει ακόμα μια τροποποίηση. Έχει εξωτερικά ένα άγκιστρο για μεταφορά φορτιών με ικανότητα τους 3 τόνους. Με εξωτερικό φορτίο τέτοιου βάρους, η μέγιστη ταχύτητα του ελικοπτέρου περιορίζεται στους 125 κόμβους και οι κλίσεις του σκάφους στις 25°. Από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του συστήματος αυτού είναι η ύπαρξη δυναμόμετρου στο άγκιστρο και η παροχή ψηφιακής ένδειξης του βάρους αυτού, εμπρός από τη θέση του κυβερνήτη.
Ακόμα, να συμπληρώσουμε ότι στο πλάι του ελικοπτέρου υπάρχει ένα σύστημα βαρούλκου (Hoist) και έχει τη δυνατότητα ανύψωσης/κατάβασης βάρους. Χρησιμοποιείται συνήθως για κάθετη διάσωση. Ο χειρισμός γίνεται από το πλήρωμα και έχει ικανότητα ανύψωσης περίπου τα 320 κιλά
Τα ελληνικά Super Puma φέρουν και Ψηφιακό Διαχειριστή Πλοήγησης (FDC) τύπου SFIM CDV 155 (4 αξόνων), ο οποίος συνεργάζεται με τον αυτόματο πιλότο προσφέροντας συμπληρωματικές λειτουργίες. Η μονάδα ελέγχου λειτουργίας του βρίσκεται εγκατεστημένη στο δεξιό τμήμα της κεντρικής κονσόλας οργάνων, ανάμεσα από τους δύο χειριστές. Μερικές χαρακτηριστικές δυνατότητες, από τις πολλές που προσφέρει ο συνδυασμός των δύο αυτών συστημάτων (μαζί με το σύστημα ναυτιλίας), αφορούν στην ικανότητα του Super Puma να εκτελεί αυτοματοποιημένες προσεγγίσεις μέχρι την κατάσταση της αιώρησης, ικανότητα αυτοματοποιημένης διατήρησης αυτής και επιλογή μεταξύ διαφορετικών αυτοματοποιημένων διαδικασιών έρευνας, λειτουργίες ιδιαίτερα χρήσιμες σε νυχτερινές αποστολές. Οι δυνατότητες φυσικά αυτές σχετίζονται άμεσα και με το εξελιγμένο σύστημα ναυτιλίας που φέρει το ελικόπτερο και βασίζεται στον υπολογιστή ναυτιλίας, τύπου Nadir Mk2. Το σύστημα αυτό υπολογίζει και απεικονίζει ανά πάσα στιγμή την παρούσα θέση, παρέχει καθοδήγηση προς συγκεκριμένο σημείο διαδρομής ή επί συγκεκριμένου ίχνους πτήσης και τέλος, παρέχει έλεγχο και απεικόνιση προς το πλήρωμα των παραμέτρων ναυτιλίας. Οι λειτουργίες αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω τριών τρόπων ναυτιλίας, που επιλέγονται από το πλήρωμα αναλόγως της φύσης και της φάσης της εκάστοτε αποστολής: α) ραντάρ ντόπλερ/γυρομαγνητικής πυξίδας, β) VOR/DME και γ) GPS. Για τις παραπάνω, λοιπόν, διαδικασίες, το ελικόπτερο φέρει Doppler RDN 85, δύο VOR/ILS της Collins VIR 32 και DME Collins 42. Συνολικά, ο υπολογιστής Nadir δύναται να διαχειριστεί 158 διαφορετικά σημεία διαδρομής, που στην πράξη μεταφράζεται σε δυνατότητα για το πλήρωμα να δημιουργήσει 10 διαφορετικές διαδρομές, αποτελούμενες από 10 σημεία εκάστη. O ραδιοναυτιλιακός εξοπλισμός του ελικοπτέρου αποτελείται από δύο ασυρμάτους VHF – UHF ? AM/FM Collins ARC 210, ασύρματο HF/SSB Collins 9100, δύο ραδιοπυξίδες ADF 60 της Collins και σύστημα homing τύπου DF 931 της Chelton.
Φυσικά, ανάμεσα στα πλέον ορατά υποσυστήματα που συνθέτουν το ΜΕΡ των ελληνικών Super Puma, περιλαμβάνονται το ραντάρ έρευνας και η συσκευή FLIR, όπου και τα δύο φιλοξενούνται στο ρύγχος του ελικοπτέρου. Το ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών που φέρει το ελικόπτερο, με το χαρακτηριστικό κοιλιακό κάλυμμα της κεραίας του, είναι τύπου RDR-1500Β της Bendix και περιλαμβάνει μια έγχρωμη οθόνη συνθετικής απεικόνισης, στο κέντρο του πίνακα οργάνων. Αν και η κύρια λειτουργία του αφορά στη θαλάσσια έρευνα και επιτήρηση, εντούτοις, παρέχει και δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο λειτουργιών ως ραντάρ καιρού, ένα εξαιρετικά πολύτιμο στοιχείο για το Αιγαίο και επιπρόσθετα μια επιπλέον λειτουργία ως ραδιοφάρου, ενώ, τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απεικόνιση δεδομένων των διάφορων συστημάτων ναυτιλίας. Ξεκινώντας από τα 175 μέτρα, το ραντάρ αυτό έχει μέγιστη δραστική εμβέλεια μέχρι τα 150 ναυτικά μίλια, με δυνατότητα επιλογής από το πλήρωμα μεταξύ 9 προεπιλεγμένων τιμών εμβέλειας, ενώ, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών διαφορετικού πλάτους και συχνότητας παλμών, το ραντάρ αυτό προσφέρει στους χειριστές του τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τη λειτουργία του έτσι, ώστε να αντλήσουν τα καλύτερα αποτελέσματα στην έρευνά τους. Η κεραία του, η οποία μπορεί να δεχτεί κλίσεις +-15°, καλύπτει γωνία 360° και ανιχνεύει με επιλογή ταχύτητας μεταξύ 45° (7,5 σ.α.λ.) και 90° (15 σ.α.λ.) ανά δευτερόλεπτο, ενώ υπάρχει ξεχωριστός έλεγχος που μειώνει την αντανάκλαση της θάλασσας (sea clutter), για βελτιωμένη ικανότητα εντοπισμού στόχων. Όσον δε αφορά στη συσκευή FLIR τύπου Chlio S, αυτή αποτελείται από κάμερα υπερύθρων, η οποία βρίσκεται σε σταθεροποιημένη βάση στο ρύγχος του ελικοπτέρου και παρέχει στο πλήρωμα λειτουργίες επιτήρησης, ναυτιλίας και εντοπισμού στόχων σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας. Η δυνατότητα γωνιακής της μετακίνησης φτάνει τις -180°/+180° στο αζιμούθιο και +40°/-90° στον κατακόρυφο άξονα.
ΕΟΔ Αττικής – Αντζουλής Δημήτρης