Τρεις απάτητες κορυφές των Ιμαλαΐων στη Βόρεια Ινδία κατακτήθηκαν από έλληνες ορειβάτες. Μια ανεξάρτητη τετραμελής αποστολή πάτησε σε μέρη που ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί ξανά άνθρωπος, πραγματοποιώντας ένα σπουδαίο ορειβατικό επίτευγμα. Η ελληνική ψυχή σε συνδυασμό με τη θέληση και την ικανότητα τεσσάρων έμπειρων ορειβατών κατέδειξαν για ακόμη μία φορά ότι υπάρχουν Ελληνες που μπορούν να θέσουν υψηλούς και δύσκολους στόχους και να πετύχουν σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς.
Οι Γιώργος Βουτυρόπουλος, Νίκος Λαζανάς, Νίκος Κρουπής και Πάνος Αθανασιάδης αναχώρησαν στα μέσα του περασμένου Αυγούστου για τη Βόρεια Ινδία (στην ευρύτερη περιοχή του Ladakh) με πορεία προς το άγνωστο. Οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει για τη συγκεκριμένη περιοχή ήταν γενικές και σε κάποιες περιπτώσεις ανακριβείς, κάτι που έκανε το έργο τους ακόμη πιο δύσκολο. Σε αυτό το κομμάτι έγκειται και ο πολύ μεγάλος βαθμός δυσκολίας που υπάρχει όταν στοχεύεις σε μια απάτητη κορυφή. Πορεύεσαι στο άγνωστο και καλείσαι να αντιμετωπίσεις την ίδια στιγμή τα εμπόδια και τις δυσκολίες που θα βρεθούν στον δρόμο σου, έχοντας πάντοτε τον κίνδυνο να αποτύχεις στην προσπάθεια που κάνεις.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αρκετοί ορειβάτες επιλέγουν την… ασφάλεια μιας ήδη περπατημένης διαδρομής προκειμένου να αποφύγουν την αποτυχία. Διότι οι περισσότεροι θέλουν, επιστρέφοντας σπίτι τους, να έχουν ολοκληρώσει τον στόχο που έθεσαν και όχι να έχουν αποτύχει ξοδεύοντας μάλιστα και ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό…
Πορεία προς το άγνωστο
Η εν λόγω τετραμελής ομάδα ωστόσο, έχοντας τουλάχιστον δεκαετή ορειβατική εμπειρία (ο παλαιότερος της παρέας Γ. Βουτυρόπουλος συμπληρώνει 20 χρόνια στα βουνά), προτίμησε το ρίσκο. Κάθε βήμα ήταν και κάτι καινούργιο και κάθε στιγμή έκρυβε παγίδες, κινδύνους και κυρίως το αβέβαιο. Μολονότι υπήρχαν χάρτες για την περιοχή, τα λάθη ήταν αρκετά, αφού ουσιαστικά τα βουνά αυτά ήταν απάτητα. Ακόμη και το όνομα του χωριού απ’ όπου άρχισαν την ανάβασή τους οι τέσσερις ορειβάτες ήταν γραμμένο λάθος (Reru αντί του σωστού Raru) στο google earth, που βοηθά σε μια πρώτη αναγνώριση.
Η κοιλάδα Raru Nala πρωτοεντοπίστηκε πριν από τρία χρόνια από τον ιάπωνα ορειβάτη Κιμικάζου Σακαμότο, ο οποίος αφού βρήκε τις κορυφές έψαξε αν έχουν αναβάσεις και διαπίστωσε ότι ήταν απάτητες. Πέρυσι μια αγγλική και μια ελβετική αποστολή μολονότι έμειναν στην περιοχή για δύο εβδομάδες και έχοντας στο πλευρό τους και ντόπιους βοηθούς (κάτι που διευκολύνει σημαντικά) κατέκτησαν μόλις τρεις κορυφές (δύο οι Ελβετοί και μία οι Αγγλοι), οι οποίες θεωρούνται και από τις ευκολότερες στην τοποθεσία. Αντιθέτως, η ελληνική αποστολή σε διάστημα δύο εβδομάδων πρόλαβε να φτάσει τρεις απάτητες κορυφές και μία ακόμη από διαφορετική διαδρομή. Ολες τους μάλιστα με υψηλό βαθμό δυσκολίας, με δύσβατα μονοπάτια και με κλίσεις που έφταναν και τις 70 μοίρες τοπικά…
Εξόρμηση από τα… 5.300 μ.
Επειτα από ένα κοπιαστικό ταξίδι τεσσάρων ημερών (αεροπορικώς από την Αθήνα στο Δελχί και εν συνεχεία στο Leh και από εκεί οδικώς για 500 χλμ. για δύο ημέρες με τζιπ 4×4), η ελληνική αποστολή έφτασε στο χωριό Raru στην περιοχή Zanskar με υψόμετρο 3.789 μ. στους πρόποδες των Ιμαλαΐων. Ακολούθως οι τέσσερις Ελληνες και οι δύο ντόπιοι μάγειρες που φρόντιζαν για τη σίτιση της ομάδας περπάτησαν ως τα 4.460 μ., όπου έστησαν την κατασκήνωση-βάση τους (base camp), ενώ περίπου στα 5.300 μ. έκαναν δύο ενδιάμεσες κατασκηνώσεις απ’ όπου και εξορμούσαν για τις κορυφές.
Πέραν της χαρτογράφησης που έκανε ο Σακαμότο (η οποία σημειωτέον δεν ήταν πολύ ακριβής) και των πληροφοριών που προσπάθησε να συλλέξει η ελληνική αποστολή μέσω Internet σχετικά με τις γενικές πληροφορίες της περιοχής, δεν υπήρχαν λεπτομέρειες για το πώς μπορεί κάποιος να προσεγγίσει τις κορυφές, πώς θα ανέβαινε σε αυτές, ποια είναι η ευκολότερη διαδρομή, τα μονοπάτια κτλ. Και αυτό, όπως παραδέχονται οι έλληνες ορειβάτες, είναι που έκανε την αποστολή τους ακόμη πιο γοητευτική. Η πορεία προς το άγνωστο και η αίσθηση της περιπέτειας που βίωναν κάθε λεπτό ανέβαζε ακόμη περισσότερο την αδρεναλίνη.
Αντίπαλος όμως δεν ήταν μόνο το άγνωστο, αλλά και το υψόμετρο. Η απότομη υψομετρική αλλαγή και η ανάβαση σε ύψη, λόγω της έλλειψης οξυγόνου (υποξία), μπορεί να προκαλέσει στον οργανισμό από πονοκεφάλους, ζαλάδες, εμετούς, έντονο λαχάνιασμα, κούραση, ταχυπαλμία και δύσπνοια ως και βλάβη του εγκεφάλου με απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι ενδεικτικό ότι στα 5.500 μ. υπάρχει το μισό οξυγόνο από την επιφάνεια της θάλασσας! Ως εκ τούτου, το σώμα πρέπει να προσαρμοστεί σταδιακά στην υψομετρική αλλαγή, πέρα από την καλή φυσική κατάσταση στην οποία πρέπει να βρίσκεται για να αντεπεξέλθει.
Οι πρώτες πέντε ημέρες ήταν δύσκολες λόγω της προσαρμογής στο υψηλό υψόμετρο. Οι τέσσερις έλληνες ορειβάτες προκειμένου να εγκλιματιστούν ανεβοκατέβαιναν «παίρνοντας υψόμετρο». Ετσι η προσαρμογή έγινε ευκολότερη και πιο ομαλή, ενώ παράλληλα έκαναν και τις πρώτες αναγνωριστικές εξορμήσεις προκειμένου να ανιχνεύσουν την περιοχή. Ταυτόχρονα όμως οι ορειβάτες πρέπει να είναι και μετεωρολόγοι και να βλέπουν… σημάδια, καθώς, εκτός των άλλων, έχουν να αντιμετωπίσουν και τα έντονα και απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα του βουνού. Μια πορεία μπορεί να ξεκινήσει με ηλιοφάνεια και ως την κορυφή να περάσει από καταιγίδες, χιονοπτώσεις κτλ. Το θετικό πάντως για την ελληνική αποστολή είναι πως ο καιρός σε γενικές γραμμές υπήρξε σύμμαχος…
Αποστολή εξετελέσθη με απόλυτη επιτυχία
Η πρώτη παγκοσμίως επιτυχημένη ανάβαση στην κορυφή Katkar Kangri ύψους 6.148 μ. έγινε από τους Γ. Βουτυρόπουλο και Π. Αθανασιάδη. Ακολούθησε η ανάβαση στην κορυφή Skal Mutik ύψους 6.247 μ. από τους Π. Αθανασιάδη και Ν. Κρούπη και στην κορυφή Lama Soο ύψους 5.947 μ. από τους Γ. Βουτυρόπουλο και Ν. Λαζανά, οι οποίοι μάλιστα στην κατάβασή τους πέρασαν και από άλλες δύο κορυφές (Peak 5820 μ. και Peak 5795 μ.).
Επίσης, η δεύτερη ανάβαση παγκοσμίως στην κορυφή Skilma Kangri ύψους 6.020 μ. έγινε από τους Γ. Βουτυρόπουλο και Ν. Λαζανά από μια νέα, πιο δύσκολη (από την πρώτη) διαδρομή. Αξίζει να τονιστεί ότι σε ένδειξη σεβασμού προς τους ντόπιους, οι έλληνες ορειβάτες έδωσαν στις κορυφές ονομασίες από την τοπική διάλεκτο.
Επειτα από 16 ημέρες οι έλληνες ορειβάτες ολοκλήρωσαν την αποστολή τους με απόλυτη επιτυχία και γεμάτοι εμπειρίες, αφού πέραν των κορυφών που πάτησαν βίωσαν μοναδικές στιγμές: βρέθηκαν σε απάτητα μέρη, διέσχισαν ποτάμια, πέρασαν από παρθένους τόπους που δεν έχουν υποστεί τη φθορά της ανθρώπινης παρέμβασης και έζησαν για λίγες ημέρες σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Οι Γ. Βουτυρόπουλος, Ν. Λαζανάς, Ν. Κρουπής και Π. Αθανασιάδης έγραψαν (ορειβατική) ιστορία. Η κατάκτηση των τριών κορυφών που θα φέρουν πάντοτε τη σφραγίδα τους, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι η ελληνική ορειβασία όχι απλώς υπάρχει αλλά έχει τεράστιες δυνατότητες για επιτυχίες υψηλού επιπέδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Ηδη έχει δρομολογηθεί η καταγραφή του επιτεύγματός τους από το ετήσιο έγκυρο περιοδικό «Alpine Journal», στο οποίο αναφέρονται όλες οι διαδρομές που γίνονται στη διάρκεια κάθε χρονιάς και αποτελεί τη βίβλο της ορειβασίας.
Μετά το… χρυσό μετάλλιο
Ανεκμετάλλευτα τα εκπληκτικά ελληνικά μονοπάτια
Το παράδοξο είναι ότι τούτο το σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής ορειβατικής ομάδας πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Αύγουστο αλλά δεν έτυχε της προβολής που αρμόζει σε μια επιτυχία, η οποία σε επίπεδο Ολυμπιακών Αγώνων μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κατάκτηση χρυσού μεταλλίου! Ούτε υπήρξε υποδοχή στο αεροδρόμιο από πολιτικούς και αθλητικούς παράγοντες ούτε έσπευσαν τα ελληνικά ΜΜΕ να καλύψουν την άφιξη των τεσσάρων αθλητών, οι οποίοι ωστόσο από τα τέλη Αυγούστου μνημονεύονται από την ορειβατική κοινότητα παγκοσμίως για την κατάκτηση τριών απάτητων κορυφών και το άνοιγμα μιας νέας διαδρομής για μια τέταρτη κορυφή…
Είναι θετικό πάντως το γεγονός ότι μολονότι η αποστολή ξεκίνησε ως ανεξάρτητη (δηλαδή με προσωπικά έξοδα των τεσσάρων), εν συνεχεία η Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης ανέλαβε το 50% του κόστους και την ασφαλιστική κάλυψη των ορειβατών, ενώ ο Πεζοπορικός Ομιλος Αθηνών κάλυψε ένα σημαντικό μέρος των εξόδων του Ν. Λαζανά, ο οποίος είναι μέλος του. Το παράπονο όμως που εκφράζει ο ελληνικός ορειβατικός κόσμος αφορά τη συνολική αντιμετώπιση της ορειβασίας από την πολιτεία αλλά και τους Ελληνες γενικότερα. Είναι ενδεικτικό ότι αν και η χώρα μας δεν φημίζεται για τα ψηλά βουνά της, διαθέτει καταπληκτικά μονοπάτια τα οποία όμως μένουν ανεκμετάλλευτα.
Ο εναλλακτικός τουρισμός και ο αλπινισμός που ανθούν σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και σε αρκετές (ακόμη και υπανάπτυκτες) ασιατικές χώρες, προσελκύουν ετησίως εκατομμύρια τουρίστες, ακόμη και σε μέρη που δεν διαθέτουν τις ομορφιές της Ελλάδας. Μάλιστα όπως λέγεται χαρακτηριστικά, δεν χρειάζονται πολλά χρήματα για να φτιαχτούν ή να συντηρηθούν μονοπάτια και καταφύγια και γενικώς για να οργανωθεί καλύτερα η ορειβασία-εναλλακτικός τουρισμός στη χώρα μας. Λίγες σοβαρές και στοχευμένες κινήσεις αρκούν για να αναζωογονηθούν ορεινά χωριά που αργοπεθαίνουν…
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από tovima.gr
Αναδημοσίευση απο www.in.gr